- αναθέτω
- (Α ἀνατίθημι)1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνωαρχ.Ι. ενεργ.1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω3. ιδρύω, ανεγείρω4. δίνω, παρέχω5. οδηγώ και εγκαταλείπω κάποιον κάπου6. απομακρύνω, αναβάλλωμεσ.1. βάζω κάτι πάνω μου, τοποθετώ, φορτώνω2. επιφορτίζω, εμπιστεύομαι3. τοποθετώ σε άλλο μέρος, μεταθέτω4. αλλάζω γνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + τίθημι.ΠΑΡ. ανάθεμα, ανάθεση (-ις), ανάθημα].
Dictionary of Greek. 2013.